στροφάς — turning round masc/fem nom sg στροφά̱ς , στροφή turning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφας — στρόφᾱς , στροφάω turn hither and thither imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάδας — στροφάς turning round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάδες — στροφάς turning round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάδεσσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάδων — στροφάς turning round masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
обо˫ачьскы — (1*) нар. Двояко, двояким образом: [злочестивый царь] обо˫ачьскы творѧше. и мужьственое любоч(с)тье. иже въ словесѣхъ обратѣ испытань˫а [ἐν τοῖς λόγοις στροφὰς καὶ πλοκος] на нравъ добръ преведъ. (ἀμφίβολον) ГБ XIV, 190а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) … Dictionary of Greek