στροφάς

στροφάς
-άδος, ό, ἡ, Α
1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική τροχιά τού αστερισμού τής Άρκτου, Σοφ.)
2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες
«σκώληκες»
4. (στον πληθ. και ως τόπων.) αἱ Στροφάδες
(ενν. νήσοι) μικρά νησιά κοντά στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν έτσι επειδή νόμιζαν ότι κάποτε επέπλεαν στη θάλασσα και περιστρέφονταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τροχ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στροφάς — turning round masc/fem nom sg στροφά̱ς , στροφή turning fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφας — στρόφᾱς , στροφάω turn hither and thither imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδας — στροφάς turning round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδες — στροφάς turning round masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδεσσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδων — στροφάς turning round masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • обо˫ачьскы — (1*) нар. Двояко, двояким образом: [злочестивый царь] обо˫ачьскы творѧше. и мужьственое любоч(с)тье. иже въ словесѣхъ обратѣ испытань˫а [ἐν τοῖς λόγοις στροφὰς καὶ πλοκος] на нравъ добръ преведъ. (ἀμφίβολον) ГБ XIV, 190а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”